χουντοβασιλικός

χουντοβασιλικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτευμα μοναρχικό, στο οποίο την εξουσία ασκεί στρατιωτική χούντα
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο χουντοβασιλικός και η χουντοβασιλική
χουντικός οπαδός τής βασιλείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χούντα + βασιλικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”